βλεφαρίτιδα

βλεφαρίτιδα
[-ίτις (-ιδος)] η мед. блефарит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βλεφαρίτιδα" в других словарях:

  • βλεφαρίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή των βλεφάρων: Ο γιατρός μού έδωσε μια αλοιφή για τη βλεφαρίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλεφαρίτιδα — Φλεγμονή του ελεύθερου χείλους των βλεφάρων, στο σημείο που φυτρώνουν οι βλεφαρίδες. Διακρίνονται διάφορες μορφές β. (πιτυριδώδης, εξελκωτική κ.ά.), που γενικά επηρεάζονται ευνοϊκά από χλιαρές κομπρέσες βορικού οξέος 5% καθώς και από οφθαλμικές… …   Dictionary of Greek

  • -ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

  • μύδησις — μύδησις, ἡ (Α) [μυδώ] 1. υγρασία 2. πυώδης βλεφαρίτιδα 3. σάπισμα, σήψη …   Dictionary of Greek

  • ταρσίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού ταρσού τών βλεφάρων, η οποία συνοδεύεται συνήθως από βλεφαρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tarsitis < ταρσός + κατάλ. ῖτις / ίτιδα*] …   Dictionary of Greek

  • υγροβλεφαρίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τών βλεφάρων, που προκαλεί ροή δακρύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + βλεφαρίτιδα] …   Dictionary of Greek

  • ψωροφθαλμία — η, ΝΑ [ψωρόφθαλμος] νεοελλ. ιατρ. ελκώδης βλεφαρίτιδα αρχ. οφθαλμική νόσος που χαρακτηρίζεται από ξηρότητα τών οφθαλμών με κνησμό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»